αγιονορείτης

αγιονορείτης
ο
ο αγιορείτης*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγιονορείτης — αγιονορείτης, ο και αγιορείτης, ο ο καλόγερος του Αγίου Όρους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”